- ρεκάζω
- ρέκαξα, βγάζω φωνή σαν κρωγμό όρνεου, σκούζω: Η γριά μάγισσα δε μιλούσε, ρέκαζε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.